quiescence$66183$ - translation to γερμανικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

quiescence$66183$ - translation to γερμανικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Quiescent; Quiescence (disambiguation)

quiescence      
n. Ruhe, Stille, Stummsein

Ορισμός

quiescent
[kw?'?s(?)nt, kw??-]
¦ adjective in a state or period of inactivity.
Derivatives
quiescence noun
quiescently adverb
Origin
C17: from L. quiescent-, quiescere 'be still', from quies 'quiet'.

Βικιπαίδεια

Quiescence

Quiescence (/kwiˈɛsəns/) is a state of quietness or inactivity. It may refer to:

  • Quiescence search, in game tree searching (adversarial search) in artificial intelligence, a quiescent state is one in which a game is considered stable and unlikely to change drastically the next few plays
  • Seed dormancy, a form of delayed seed germination
  • Quiescent phase, the first part of the first stage of childbirth
  • The G0 phase of a cell in the cell cycle; quiescence is the state of a cell when it is not dividing
  • Quiescent current (biasing) in an electronic circuit
  • Quiescent consistency is one of the safety properties for concurrent data structures